- άμιτρος
- ἄμιτρος, -ον (Α)1. (για κορίτσια) αυτή που δεν φέρει διάδημα στο κεφάλι ή ζώνη2. φρ. «παῑδες ἄμιτροι», κορίτσια που δεν φόρεσαν ακόμη τη γυναικεία ζώνη, δηλ. που δεν βρίσκονται ακόμη σε ώρα γάμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μίτρα.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιτροχίτωνες].
Dictionary of Greek. 2013.